- έμβασις
- (-εως) η1) тех штифт; стопорный винт; 2) увеличение толщины клина; 3) вход (действие, место)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔμβασις — embarkation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμβασις — η βλ. έμβαση … Dictionary of Greek
ἐμβάσει — ἔμβασις embarkation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμβάσεϊ , ἔμβασις embarkation fem dat sg (epic) ἔμβασις embarkation fem dat sg (attic ionic) ἐμβά̱σει , ἐμβαίνω step in aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐμβά̱σει , ἐμβαίνω step in fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάσεις — ἔμβασις embarkation fem nom/voc pl (attic epic) ἔμβασις embarkation fem nom/acc pl (attic) ἐμβά̱σεις , ἐμβαίνω step in aor subj act 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάσεσι — ἔμβασις embarkation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάσεσιν — ἔμβασις embarkation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάσηι — ἔμβασις embarkation fem dat sg (epic) ἐμβά̱σῃ , ἐμβαίνω step in aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐμβά̱σῃ , ἐμβαίνω step in aor subj act 3rd sg (doric) ἐμβά̱σῃ , ἐμβαίνω step in fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάσης — ἔμβασις embarkation fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐμβά̱σης , ἐμβαίνω step in aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμβασιν — ἔμβασις embarkation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Monemvasía — Μονεμβασία Monemvasía … Wikipedia Español
έμβαση — η (AM ἔμβασις) 1. είσοδος, το να μπαίνει κάποιος σ έναν χώρο 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς, η μπασιά νεοελλ. ενίσχυση τόρμου ή σφήνας με αύξηση τού πάχους αρχ. μσν. λεκάνη λουτρού μσν. (για σιτάρι) συγκομιδή αρχ. 1. επιβίβαση σε πλοίο 2.… … Dictionary of Greek